
ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΗΤΤΟΠΑΘΟΥΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΜΑΣ
Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ
Του Γεωργίου Κασσαβέτη
Επισμηναγού (Ι) ε.α. - τ. Κυβερνήτου Ο.Α.
Όταν πριν μερικά χρόνια ακούγαμε μερικούς να ομιλούν περί υπάρξεως τεραστίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στον υποθαλάσσιο χώρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδος, τους θεωρούσαμε τερατολόγους, ευφάνταστους, μυθομανείς. Ανεξάρτητα από τα στοιχεία στα οποία στήριζαν την άποψή τους τελικά δικαιώθηκαν, οπότε οι έννοιες της Υφαλοκρηπίδος και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας. Με αφορμή λοιπόν την ανάλυση του σημερινού θέματος θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε δι’ ολίγων στους όρους της Υφαλοκρηπίδος, της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και στο ιστορικό της σχετικής ελληνο -τουρκικής διαφοράς.
Κατ’ αρχήν ο όρος «Υφαλοκρηπίδα» συναντάται στη Γαιολογία και δηλώνει το τμήμα της υποθαλάσσιας έκτασης, που αρχίζει από την ακτή και περατούται σε βάθος 200 μέτρων, ή στο σημείο που ο βυθός αποκτά κλίση 30° - 45°. Το τμήμα της υποθαλάσσιας έκτασης που εκτείνεται από τα 200 έως τα 2700 μέτρα καλείται «υφαλοπλανές» και τέλος το εκείθεν του βάθους των 2400 μέτρων λέγεται «Ωκεάνιος Άβυσσος». Οι «Ωκεάνιοι Άβυσσοι» χωρίζονται περαιτέρω σε «Πεδιάδες της Αβύσσου» (2400-5700 μέτρα βάθους) και «Λάκκους της Αβύσσου» (κάτω των 5700 μέτρων).
Η έκταση της «υφαλοκρηπίδος» ποικίλει από μερικές εκατοντάδες μέτρα (ακτές Νορβηγίας), έως και 1300 χιλιόμετρα (ανατολικές ακτές της Ασίας). Η συνολική έκταση της υφαλοκρηπίδος δεν υπερβαίνει το 7% της συνολικής υποθαλασσίας εκτάσεως. Η έκταση του υφαλοπλανούς κυμαίνεται μεταξύ 16 και 32 χιλιομέτρων και δεν υπερβαίνει το 11% της όλης υποθαλασσίας εκτάσεως. Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι το μεγαλύτερο βάθος «Λάκκου της Αβύσσου» έχει εντοπισθεί στα νησιά Μαριάνες του Ειρηνικού Ωκεανού και είναι 11.034 μέτρα. Ως εκ τούτου οι «Ωκεάνιοι Άβυσσοι» καλύπτουν το 82% της συνολικής υποθαλασσίας εκτάσεως.
Σε αντίθεση με τη Γαιολογική του έννοια ο όρος «ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα», η απλώς «υφαλοκρηπίδα» αποκτά νομική υπόσταση στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 για το Δίκαιο της Θαλάσσης. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958 ο όρος «υφαλοκρηπίδα» σημαίνει.
α. «Την υποθαλάσσια έκταση, η οποία κείται πέραν των χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδος ζώνης) του παρακτίου κράτους και μέχρι βάθους 200 μέτρων, ή και πέραν του ορίου τούτου, μέχρι του σημείου όπου καθίσταται επιτρεπτή ή εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου».
β. «Τον βυθό της θαλάσσης και το υπέδαφος των αντιστοίχων υποθαλασσίων περιοχών, οι οποίες συνέχονται προς τις ακτές των νήσων».
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι το κριτήριο των 200 μέτρων, το οποίο καθόριζε η Σύμβαση της Γενεύης του 1958, έχει εκ των πραγμάτων ξεπερασθεί. Σήμερα το βάθος της θαλάσσης στο οποίο γίνονται εξορύξεις υδρογονανθράκων είναι αρκετών χιλιομέτρων.
Και ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολιτεύσεως και ακόμη μέχρι σήμερα οι πάντες ομιλούν, ότι η μοναδική διαφορά μας με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της «υφαλοκρηπίδος», τα τελευταία χρόνια ένας άλλος όρος έχει μπει για τα καλά στο λεξιλόγιό μας. Πρόκειται για την «Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)», η οποία καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Σύμβαση του Montego Bay του 1982 για το Δίκαιο της Θαλάσσης και η οποία εν αντιθέσει προς την «υφαλοκρηπίδα», η οποία αφορά μόνο στις υποθαλάσσιες εκτάσεις και έχει σχέση μόνο με τους υδρογονάνθρακες, περιλαμβάνει την υποθαλάσσια έκταση, το βυθό, τα υπερκείμενα ύδατα – συνεπώς και την αλιεία - αλλά και την υπερκείμενη των υδάτων επιφάνεια της θαλάσσης. Πριν όμως φωτίσουμε περισσότερο τις δύο ζώνες της «υφαλοκρηπίδος» και της «ΑΟΖ» θεωρούμε αναγκαίο να κάνουμε μια αναδρομή στο ιστορικό της δημιουργίας ελληνο-τουρκικής διενέξεως.
Η ύπαρξη υδρογονανθράκων στις υποθαλάσσιες εκτάσεις της χώρας μας πρέπει να ήταν γνωστή στις ελληνικές αρχές από αρκετών ετών. Λόγοι όμως τεχνικών δυσκολιών ή πολιτικής σκοπιμότητος δεν επέτρεψαν την εκμετάλλευσή τους. Οι δυο Μεσανατολικές κρίσεις του 1967 και του 1973 είχαν τόσο καταλυτικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ώστε να εντείνουν τις προσπάθειες πολλών κρατών στην αναζήτηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, μετά την πρώτη Μεσανατολική κρίση του 1967, η τότε Ελληνική Κυβέρνηση υπέγραψε σειρά συμβάσεων με διάφορες εταιρείες πετρελαίων, για την έρευνα και εκμετάλλευση τυχόν υφισταμένων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Μέχρι το τέλος του 1973 δέκα πέντε (15) παρόμοιες συμβάσεις είχαν υπογραφεί.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στη χώρα μας, την 1η Νοεμβρίου του 1973 δημοσιεύεται στην τουρκική εφημερίδα της κυβερνήσεως νόμος, δια του οποίου η τουρκική κυβέρνηση παραχωρούσε στην κρατική εταιρεία πετρελαίου δικαιώματα ερεύνης και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων, σε είκοσι επτά (27) συνεχόμενες περιοχές του κεντρικού και βορειοανατολικού Αιγαίου. Οι περιοχές αυτές διακρίνονται στο χάρτη, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καλύπτουν θαλάσσια περιοχή, η οποία αφήνει εκτός μόνο τα χωρικά ύδατα των ελληνικών νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Λέσβου, Χίου, Ψαρών και Αντιψαρών. Σημειωτέον, ότι στις ως άνω περιοχές περιλαμβάνονται και τέσσερις (4), εξ’ εκείνων που η ελληνική κυβέρνηση είχε υπογράψει συμβάσεις για έρευνα και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.
Η πρώτη επίσημη αντίδραση της χώρας μας σημειώθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1974 με αποστολή σχετικού διαβήματος προς την τουρκική κυβέρνηση, στο οποίο διαλαμβάνοντο τα εξής: «Η Κυβέρνηση προέβη εγκαίρως εις κατάλληλα διαβήματα δια την περιφρούρησιν των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων επί της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου και δη της τοιαύτης των νήσων Λήμνου, Χίου, Λέσβου, Σαμοθράκης, Ψαρών, Αντιψαρών και Αγίου Ευστρατίου, αφ’ ης η Τουρκία εξεχώρησεν εις την κρατικήν εταιρείαν πετρελαίου άδειαν εκμεταλλεύσεως τυχόν υφισταμένων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εις είκοσι επτά (27) σημεία της εν λόγω υποθαλασσίας περιοχής. Η απόφασις εκχωρήσεως των αδειών εδημοσιεύθη εις την τουρκικήν Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1ην Νοεμβρίου 1973, εις ην διαχωρίζεται το Αιγαίον, κατά τρόπον μη λαμβάνοντα υπ’όψιν τα επί της υφαλοκρηπίδος των νήσων κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος, απορρέοντα εκ των διατάξεων της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958, ην επεκύρωσεν η Ελλάς το 1972».
Λίγες ημέρες αργότερα εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών δήλωσε, ότι «η Τουρκία είναι πρόθυμη να διαπραγματευθεί συμφωνίαν με την Ελλάδα, δια τον καθορισμόν της υφαλοκρηπίδος των δύο χωρών εις το Αιγαίον». Το πρόβλημα φυσικά είναι, ότι η Τουρκία είναι πάντα πρόθυμη για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, πλην εντελώς απρόθυμη για επίτευξη συμφωνίας για οποιαδήποτε διαφορά, εκτός αν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της ο μαζί της διαπραγματευόμενος. Έτσι παρά την παρέλευση 45ετίας από τότε, όχι μόνο συμφωνία δεν έχει επιτευχθεί, αλλά στον κατάλογο των ελληνο-τουρκικών διαφορών έχουν προστεθεί υπό της Τουρκίας ένα σωρό καινούργια προβλήματα, όπως του Εναερίου Χώρου του Αιγαίου, των Γκρίζων Ζωνών, της Ερεύνης και Διασώσεως, των Ιμίων κ.α. Στο απόγειο του θράσους του ο νεοσουλτάνος της Αγκύρας εφέντης Ταγίπ Ερντογάν έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται δημοσίως, ότι τάχα “τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, Χίος, Σάμος, Λέσβος, ανήκουν στην Τουρκία, διότι κείνται εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδος”. Ακόμη και στα σχολικά βιβλία αναγράφεται ότι “Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου τελούν υπό ελληνική κατοχή”.
Ούτως όμως εχόντων των πραγμάτων γεννώνται τα εξής ερωτήματα. Πρώτον, που οφείλεται η δυστοκία επιτεύξεως συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος όλα αυτά τα χρόνια, παρά την «εκπεφρασμένη» βούληση αμφοτέρων των μερών και παρά το …. δημιουργηθέν κατά καιρούς ευνοϊκό κλίμα; Και δεύτερον, ενώ το θέμα της υφαλοκρηπίδος έχει εδώ και 30 χρόνια ξεπερασθεί και επικαλυφθεί από την καθιέρωση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, γιατί και η Τουρκική, αλλά και η Ελληνική πολιτική ηγεσία εξακολουθεί να ομιλεί για πρόβλημα υφαλοκρηπίδος;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, κατά την άποψή μας, είναι απλή. Λύση στο πρόβλημα δεν πρόκειται να δοθεί, όσο η Τουρκία επιδιώκει λύση «πολιτική», ήτοι συμφωνία στηριζόμενη στη δύναμη των όπλων και της κρατικής της οντότητος και η Ελλάδα επιζητεί «νομική» λύση, ήτοι λύση στηριζόμενη στις διατάξεις του ισχύοντος Διεθνούς Δικαίου. Όσο για το δεύτερο, η μεν Τουρκία αρνείται να αποδεχθεί τον όρο της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, διότι επί του όρου της Υφαλοκρηπίδος έχει χτίσει την επιχειρηματολογία της, ότι δηλαδή τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, αλλά επικάθηνται επί της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδος της Ανατολίας, η δε χώρα μας διαπνεόμενη από το φοβικό σύνδρομο της Μεταπολιτεύσεως τρέμει τις αντιδράσεις της Τουρκίας, προκειμένου να προβεί στην ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Διευκρινίζουμε, ότι σύμφωνα με απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης΄, ενώ τα δικαιώματα της υφαλοκρηπίδος υπάρχουν υπέρ του παρακτίου κράτους ipso juro et ab inition (αυτοδικαίως και εξ’υπαρχής), χωρίς το παράκτιο κράτος να χρειάζεται να προβεί σε οποιαδήποτε νομική ενέργεια, για να ασκηθούν δικαιώματα επί της ΑΟΖ πρέπει να έχει προηγηθεί ανακήρυξή της από το παράκτιο κράτος.
Τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επικυρώσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982, αλλά και 137 άλλα κράτη έχουν προβεί σε ανακήρυξη ΑΟΖ, μεταξύ των οποίων και ο Δαυίδ της ΕΕ, ή Κύπρος, αρνούμαστε ειλικρινά να κατανοήσουμε γιατί οι Ελληνικές Κυβερνήσεις συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει καν τέτοιος όρος στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης, στερώντας τη χώρα από σημαντικά πλεονεκτήματα όπως:
α. Αποστέρηση της Τουρκίας από ένα βασικό της επιχείρημα, «ότι τα νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα, αλλά επικάθηνται επί της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδος της Ανατολίας».
β. Από την εκμετάλλευση της υποθαλασσίας εκτάσεως, αλλά και της αλιείας σε μια θαλάσσια ζώνη 125.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Θεωρούμε δε εντελώς παράλογο για μια χώρα, η οποία διαθέτει ακτές μήκους 15.000 χιλιομέτρων να εισάγει 70.000 τόνους ψαριών ετησίως.
γ. Η ανακήρυξη ΑΟΖ είναι ένας έμμεσος τρόπος να εξαναγκασθεί η Τουρκία να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, θέμα που αρνείται πεισματικά μέχρι τώρα.
Τελειώνοντας είναι ανάγκη να τονίσουμε, ότι εν αντιθέσει με την Ελλάδα, η οποία παγίως και σταθερώς βασίζει την εξωτερική της πολιτική στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, η Τουρκία είναι μια «αναθεωρητική χώρα», η οποία αλλάζει συνεχώς στόχους, τους οποίους επιχειρεί να υλοποιήσει με τις καλούμενες «πολιτικές» λύσεις. Έτσι, τη στιγμή που είναι μια απ’ τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982 για το Δίκαιο της Θαλάσσης, επικαλέσθηκε τις σχετικές διατάξεις της για να ανακηρύξει ΑΟΖ και να αυξήσει τα χωρικά της ύδατα στα 12 Ν.Μ. στη Μαύρη Θάλασσα, όταν απειλεί με πόλεμο τη χώρα μας, αν αυξήσει το εύρος των χωρικών της υδάτων από τα 6ΝΜ στα 12 Ν.Μ. στο Αιγαίο.
Σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της 6ης Μαρτίου του 2011 ο τότε Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου δήλωνε με έκδηλη υποκρισία, ότι «είναι εσφαλμένη η εντύπωση των Ελλήνων, ότι η Τουρκία αποτελεί απειλή για την Ελλάδα» και ακόμη, ότι «η αρχή της αβλαβούς διελεύσεως των τουρκικών πολεμικών πλοίων δεν αφήνει χώρο για εθνικές παρερμηνείες». Παρέλειψε όμως ο Έλληνας δημοσιογράφος να τον ρωτήσει. Εν τοιαύτη περιπτώσει ενώ η Τουρκία δεν αποτελεί απειλή για την Ελλάδα γιατί δεν αίρει το casus belli, έναντι της χώρας μας και αφήνει την απειλή του πολέμου να αιωρείται;
Δεν είμαστε εξ’ εκείνων που αγνοούν τις δυσκολίες του διεθνούς περιβάλλοντος. Ενός περιβάλλοντος σκληρού, κυνικού, απάνθρωπου, για το οποίο προσφυέστατα ο Ελευθέριος Βενιζέλος έλεγε, ότι δεν αντιλαμβάνεται τον όρο «εθνικό δίκαιο», αλλά τον όρο «εθνικό συμφέρον». Αυτή άλλωστε τη σκληρή πραγματικότητα αποτυπώνει η ρήση του Νικολό Μακιαβέλλι, ότι «αν κάποιος έχει τη δύναμη να επιβάλλει το δίκαιο, τότε καλώς πράττει και το προβάλλει. Αλλά αν δεν έχει ούτε στρατό, ούτε συμμάχους αποτελεί παραφροσύνη να πιστεύει, ότι μπορεί να επιτύχει το σκοπό του χωρίς άλλο μέσον, παρά μόνο με μια δίκαιη υπόθεση ανά χείρας». Όμως είναι άλλο ζήτημα οι δυσκολίες στην υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας, κι άλλο η υποβάθμιση των στόχων της για να δικαιολογηθεί η αναποτελεσματικότητα, η ανικανότητα και η ανεπάρκεια των λειτουργών της. Συνεπώς είναι άλλο θέμα η ατολμία των Κυβερνήσεων της Ελλάδος να προβούν στην ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και εντελώς διαφορετικό να ακούει τον αρμόδιο υπουργό να δηλώνει δημοσίως, ότι «η ατζέντα των Ελληνο-Τουρκικών συνομιλιών δεν πρόκειται να εμπλουτισθεί με το θέμα της ΑΟΖ, διότι δεν πρόκειται για θέμα ουσίας, αλλά για ένα νέο όρο που δεν έχεις να κερδίσεις κάτι (Δηλώσεις ΥΠΕΞ κ. Δημ. Δρούτσα 5-5-2011).
Κλείνοντας θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τη ρήση του Πρύτανη της ελληνικής διπλωματίας πρέσβυ Βασιλείου Παπαδάκη, ο οποίος διακήρυττε, ότι για να κάνεις αποτελεσματική εξωτερική πολιτική χρειάζεσαι δύο αναγκαίες προϋποθέσεις, ήτοι ισχυρό Στρατό και εύρωστη οικονομία. Ατυχώς το πολιτικό σύστημα της χώρας, πέραν του ότι περιήγαγε και τους δύο αλληλένδετους αυτούς τομείς σε μόνιμη κρίση, αδυνατεί να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του τομέα της εξωτερικής πολιτικής και να θέσει επικεφαλής πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και προσωπικότητος, αμέμπτου ήθους και πατριωτικής συνειδήσεως, με ευρύτατη παιδεία και βαθειά γνώση της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας. Θεωρούμε εθνικό ατόπημα, ότι απέναντι σε προσωπικότητες του μεγέθους του Αχμέτ Νταβούτογλου ή και άλλων Τούρκων υπουργών, η χώρα μας τοποθετεί τους «κηπουρούς» του εκάστοτε πρωθυπουργού, παράγοντες κομματικής ισορροπίας, νεαρούς γιάπηδες που μυρίζουν «χαρτίλα», ή εγνωσμένης επιτηδειότητος «μπαλωματήδες», οι οποίοι απλώς ροκανίζουν το χρόνο μεταθέτοντας τη λύση των εθνικών θεμάτων σε … ευθετότερο χρόνο.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να μην έχουμε το θάρρος να ανακηρύξουμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η οποία θα μας απαλλάξει μια για πάντα από τα προβλήματα της Υφαλοκρηπίδος. Είναι λυπηρό όταν σκεφθεί κανείς, ότι ο εκλιπών Πρόεδρος της Κύπρου αείμνηστος Τάσος Παπαδόπουλος - όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε άρθρο του στην Καθημερινή της 11ης Δεκεμβρίου 2011 ο καθηγητής κ. Θεόδωρος Καρυώτης - «ανακήρυξε ΑΟΖ το 2004, έχοντας μόνο τέσσερα άρματα μάχης και δύο ελικόπτερα», η πανίσχυρη Ελλάς με τα ακριβοπληρωμένα υποβρύχια και τα υπερσύγχρονα Mirage 2000 και F-16 Block 52 plus δεν έχει τη δύναμη όχι μόνο να ανακηρύξει, αλλ’ ούτε καν να προφέρει ενώπιον των Τούρκων πολιτικών τον όρο Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Ευελπιστούμε ότι η δέσμευση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας για ανακήρυξη ΑΟΖ, όταν καταστεί πρωθυπουργός της χώρας, να μην ήταν μια προεκλογική πομφόλυγα, σαν την ‘‘επανίδρυση του κράτους’’ του προκατόχου του Κώστα Καραμανλή, πριν τις εκλογές του 2004.