ΕΞ’ ΟΝΥΧΟΣ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΑ
Του Γεωργίου Κασσαβέτη
Επισμηναγού (Ι) ε.α. – τ. Κυβερνήτου Ο.Α.
Εξ’ όνυχος αναγνωρίζεις τον λέοντα, έλεγαν οι πρόγονοί μας. Κατ’ αντιστοιχία εκ του Συντάγματός της μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το δημοκρατικό και κοινωνικό επίπεδο κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όλα τα Συντάγματα, από το πρώτο του 1843, μέχρι το τελευταίο του 1975, είναι προσωποπαγή, που σημαίνει ότι αυτοί που μετείχαν στην κατάρτισή τους πρόσθεταν και τη φωτογραφία τους. Η πιο κραυγαλέα φωτογραφική διάταξη του Συντάγματος του 1975 είναι η της παρ.2 του άρθρου 88, η οποία προβλέπει ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους».
Οι πέντε αυτές λέξεις τις οποίες κάποιοι φύτεψαν δολίως στο άρθρο 88 του Συντάγματος ενέχουν διττή σημασία. Ήτοι αφ’ ενός μεν διαχωρίζουν τους δικαστικούς από τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, ορίζοντάς τους ως «λειτουργούς», αφ’ ετέρου δε προεξοφλούν την υπέρτερη, έναντι των λοιπών, μισθολογική αμοιβή τους. Ο διαχωρισμός αυτός και η βάναυση παρερμηνεία της διατάξεως αυτής από τους ίδιους τους δικαστικούς, οδήγησε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην έκδοση της υπ’ αριθ. 4/1992 σκανδαλώδους δικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, «Αφού βάσει του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες του λειτουργήματός τους, δεν επιτρέπεται να παίρνει κανείς μεγαλύτερες αποδοχές, είτε στο δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα. Αν λοιπόν κάποια κατηγορία εργαζομένων παίρνει μεγαλύτερες αποδοχές, αυτομάτως τις δικαιούνται και οι δικαστές».
Στη βάναυση, αυθαίρετη και διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως οφείλεται και η ίδρυση του Μισθοδικείου το 2002, ήτοι του Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα του καθορισμού του ύψους των αποδοχών των « πατρικίων» του ελληνικού δημοσίου. Εκ της συνθέσεώς του και μόνο – τρεις ανώτατοι δικαστικοί, τρεις καθηγηταί της Νομικής Σχολής και τρεις δικηγόροι – τουτέστιν απαξάπαντες παντοιοτρόπως εξαρτώμενοι από τον δικαστικό κλάδο, προεξοφλείται η αξιοπιστία και η αμεροληψία του οργάνου αυτού. Αλλά και πέραν αυτού και μόνο το γεγονός ότι ο καθορισμός του ύψους των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών εκφεύγει των ορίων της κρατικής εξουσίας, αποδεικνύει την άνιση, μεροληπτική και χαριστική μεταχείριση του κλάδου αυτού, έναντι όλων των λοιπών πληβείων υπαλλήλων του δημοσίου.
Στα πλαίσια λοιπόν της διαμορφωθείσης καταστάσεως, σύμφωνα με την οποία «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει», το 2006 κάποιο μέλος του Μισθοδικείου ανακάλυψε, ότι ένα golden boy του δημόσιου τομέα, o Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, είχε σχεδόν διπλάσιες αποδοχές από τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Αντί λοιπόν να καταγγείλει την σκανδαλώδη για τα ελληνικά δεδομένα μισθολογική ανισότητα στον πρωθυπουργό της χώρας και να ζητήσει τον εξορθολογισμό της, άρπαξε την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο, για την αύξηση των μισθών των δικαστών.
Το περίεργο όμως δεν βρίσκεται στην απόφαση του Μισθοδικείου, το οποίο ζήτησε την εξίσωση των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων με εκείνες του εν λόγω Προέδρου, αλλά στην απόφαση του τότε Πρωθυπουργού της χώρας, που κλήθηκε να εφαρμόσει την επαίσχυντη απόφαση, τον Οκτώβριο του 2008, όταν η οικονομική κρίση βρισκόταν ήδη προ των πυλών. Ο Πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής, προ της εφαρμογής της σκανδαλώδους αποφάσεως του Μισθοδικείου είχε δύο οδούς διαφυγής. Η πρώτη ήτο, με μια Υπουργική Απόφαση, να μειώσει τις αποδοχές του Προέδρου της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, οπότε εξέλιπε το υπόβαθρο της αποφάσεως του Μισθοδικείου. Και η δεύτερη να επιστρέψει την απόφασή του ως αβάσιμη, διότι η υπ’ αριθ. 4/1992 απόφαση του ΣτΕ ρητώς αναφέρει ότι « αν κάποια κατηγορία εργαζομένων παίρνει μεγαλύτερες αποδοχές, αυτομάτως τις δικαιούνται και οι δικαστές». Προφανώς όμως ο Πρόεδρος της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων δεν αποτελούσε «κατηγορία εργαζομένων», αλλά μεμονωμένο άτομο.
Δυστυχώς για τη χώρα, η οποία χάριν τέτοιων εγκληματικών λαθών ζει μέχρι σήμερα τις συνέπειες της κρίσεως, ο ενδοτικός Πρωθυπουργός εφήρμοσε την αδικαιολόγητη και εξωφρενική εκείνη απόφαση, με συνέπεια οι αποδοχές των δικαστικών, σε μια κρίσιμη για τη χώρα περίοδο, να εκτιναχθούν στα ύψη και να δοθούν αναδρομικά από 115.000-187.500 ευρώ, αναλόγως του βαθμού.
Αναζητώντας την έννοια του «λειτουργήματος» σε πολλά έγκυρα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, δεν βρήκα τίποτε διαφορετικό από το ότι «λειτούργημα είναι η δημόσια υπηρεσία που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας». Γεννάται όθεν το ερώτημα. Γιατί αυτός ο άθλιος, μεροληπτικός και μειωτικός για όλους τους λοιπούς υπαλλήλους διαχωρισμός των δικαστικών; Η υπηρεσία των γιατρών του ΕΣΥ, των εκπαιδευτικών, των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας «δεν είναι δημόσια υπηρεσία, που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας»; Ως εκ τούτου δεν αποτελεί λειτούργημα, το οποίο έπρεπε να αμείβεται αναλόγως;
Ούτως όμως εχόντων των πραγμάτων και εν όψει αναθεωρήσεως του Συντάγματος προτείνουμε όπως, πέραν της αναθεωρήσεως των διατάξεων του άρθρου 86, οι οποίες ουσιαστικά προστατεύουν τους διαπράττοντες ποινικά αδικήματα Υπουργούς, να αφαιρεθεί η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 88. Διότι σε ένα σύγχρονο, πολιτισμένο και ευνομούμενο κράτος όλοι οι προσφέροντες δημόσια υπηρεσία προς το κράτος είναι δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι πρέπει να αμείβονται αναλόγως των ευθυνών, της σοβαρότητος και των συνθηκών της προσφερομένης εργασίας τους και όχι βάσει φωτογραφικών προβλέψεων του Συντάγματος. Παράλληλα πρέπει άμεσα να καταργηθεί το Μισθοδικείο και το Υπουργείο Οικονομικών να καταρτίσει ένα μισθολόγιο, στο οποίο οι αποδοχές κάθε κλάδου θα είναι ανάλογες του λειτουργήματός του. Είναι αδιανόητο για την εποχή μας οι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών να αμείβονται με μεγαλύτερες αποδοχές, έναντι των συναδέλφων τους ενός άλλου υπουργείου και οι 1350 υπάλληλοι της Βουλής, πολλοί των οποίων είναι «πτυχιούχοι» Λυκείου να έχουν διπλάσιες αποδοχές από τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.
Κλείνοντας κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε και το εξής. Σε ένα κράτος με συνταγματικά κατοχυρωμένη την ισότητα των πολιτών – άρθρο 4 του Συντάγματος – δεν νοείται η ισότητα αυτή να καταλύεται από άλλα άρθρα του ίδιου του Συντάγματος. Αν το πολιτικό σύστημα της χώρας θέλει πραγματικά να επανακτήσει το κύρος και τη χαμένη αξιοπιστία του, ας αφήσει στην άκρη τις διατάξεις του άρθρου 3 «περί επικρατούσης θρησκείας», που κανένα πραγματικό Έλληνα δεν θίγει και δεν ενοχλεί και ας προχωρήσει στην αναθεώρηση των προαναφερθεισών διατάξεων του Συντάγματος. Οι 300 εκπρόσωποί μας δεν πρέπει να λησμονούν ότι η χώρα συμπληρώνει όσον ούπω 200 χρόνια ελεύθερου βίου και δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από τις παιδικές της αρρώστιες, για τις οποίες και οι ίδιοι φέρουν τις ευθύνες τους.